καλοξημερώνει

καλοξημερώνει
απρόσ. почти рассвело

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καλοξημερώνει" в других словарях:

  • καλοξημερώνει — καλοξημερώνει, καλοξημέρωσε (ως απρόσ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλοξημερώνει — καλοξημέρωσε, ρ. απρόσ. που σημαίνει ξημερώνει καλά: Δεν είχε καλοξημερώσει ακόμα και οι αντάρτες μας επιτέθηκαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοξημερώνω — 1. ξυπνώ καλά, ξυπνώ υγιής, ξημερώνομαι στα καλά μου 2. απρόσ. καλοξημερώνει ξημερώνει εντελώς, επέρχεται πλήρως το φως τής ημέρας («και την αυγή μ ανίμενε, πριν καλοξημερώσει», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • καλοχαράζω — 1. χαράζω καλά, με επιμέλεια 2. απρόσ. (για το φως τής αυγής) καλοχαράζει καλοφέγγει, καλοξημερώνει, ξημερώνει εντελώς («σηκώνεται πριν καλοχαράξει») …   Dictionary of Greek

  • καλοχαράζει — καλοχάραξε, ρ. απρόσ., καλοξημερώνει: Οι γεωργοί πηγαίνουν στις δουλειές τους προτού καλοχαράξει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»